οπισθοβατικός

οπισθοβατικός
-ή, -ό (Α ὀπισθοβατικός, -ή, -όν) [οπισθοβάτης]
αυτός που αναφέρεται στον οπισθοβάτη, στον επιβήτορα.
επίρρ...
οπισθοβατικώς
με βάδισμα προς τα πίσω, με τον τρόπο τής οπισθοβασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”